Φαντάζομαι ότι ένας ναυαγός με μία ψαρόβαρκα στον Ειρηνικό, θα είναι πολύ χαλαρός όσο δεν βλέπει στεριά. Ίσως και να τραγουδάει ή να κάνει όμορφες σκέψεις, γιατί δεν έχει τίποτα να ελπίζει πια. Και κυρίως τίποτα να χάσει. Μόλις όμως δει εκείνο το κομματάκι στεριάς στο βάθος του ορίζοντα, σίγουρα θα σταματάει τα πάντα και θα αρχίσει να σκίζεται για να το φτάσει. Είναι ικανός να πεθάνει από την κούραση, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα κωπηλατεί σα δαιμονισμένος μέχρι να καταφέρει να το αγγίξει. Και δεν σκέφτεται το εξής απλό: Ο αέρας που τον έφερε ως εκεί, θα τον πάει και στη στεριά. Αλλά που να το σκεφτεί αυτό... Και αν αλλάξει ο αέρας; Τώρα που έχω την ευκαιρία. Και αν σηκωθεί κύμα; Δεν πνίγηκα τόσες μέρες και να πνιγώ τώρα, για λίγα μίλια; Και δωσ' του το κουπί.
Τώρα οι σκέψεις του είναι διαφορετικές. Τώρα σκέφτεται τι θα κάνει όταν πατήσει το πόδι του σε στέρεο έδαφος. Σκέφτεται το γλυκό νερό και η αλμύρα τον ενοχλεί πια διπλά. Σκέφτεται το πρώτο ζώο που θα σκοτώσει για να φάει και του έρχεται να λιποθυμήσει από την πείνα. Τόσες μέρες ούτε που του πέρασε από το μυαλό· τώρα τον μαστιγώνει. Σκέφτεται την φωτιά που θα τον ζεστάνει το βράδυ και τον ίσκιο που θα τον προφυλάσσει το μεσημέρι και αγαλλιάζει η ψυχή του.
Τώρα λοιπόν, με τη στεριά να δείχνει όχι πάνω από μία μέρα απόσταση με τον υπάρχοντα άνεμο, δεν είναι καν θαρραλέος. Πριν αυτή την εικόνα στο βάθος, ανέβαινε στην άκρη της βάρκας και φώναζε ρίξε με ρε, ρίξε με, τι τώρα τι μετά. Τώρα κάθεται στη μέση της βάρκας διπλωμένος και προσέχει την παραμικρή κίνηση. Κρατάει τα κουπιά πολύ σφιχτά να μην του φύγουν, ενώ πριν τα πέταγε στο νερό προς την πλευρά που φύσαγε ο άνεμος για να δει πιο θα πάει πιο γρήγορα, το κουπί ή η βάρκα. Και μόλις το ξανάπιανε κορόιδευε τη θάλασσα, λέγοντάς της σιγά που θα με πάρεις εσύ, δεν είμαι για τα δόντια σου μάλλον. Τώρα όμως αν ανοίξει τις παλάμες του μπορεί και να έχουν ματώσει από το σφίξιμο, μην τύχει και τα χάσει.
Όταν πια οι πνεύμονές του τον προδίδουν και σταματάει να πάρει μια ανάσα, περνάει από το μυαλό του και η σκέψη, μήπως και είναι ανθρωπάκι τελικά. Ναι μεν κολύμπησε σε μια μεγάλη θάλασσα και μάλιστα έχει και σοβαρές πιθανότητες να βγει σώος, αλλά το επέλεξε; Δεν το επέλεξε. Του προέκυψε. Σίγουρα, δεν παραδόθηκε, πάλεψε μέχρις εσχάτων, αλλά μήπως η ανδρεία του άρχισε να γίνεται εμφανής όταν έχασε κάθε ελπίδα; Τότε λοιπόν για πιο πράγμα θα είχε να υπερηφανεύεται όταν θα πάταγε το πόδι του στη στεριά. Ήταν η απελπισία που τον έκανε ήρωα;
Γιατί αρχίζει να φοβάται μη χάσει κάτι που ακόμα δεν έχει καν; Ακόμα και δίπλα σου να είναι κάτι, όσο δεν το έχεις πιάσει δεν είναι δικό σου για να το χάσεις. Όμως όλο αυτό αρχίζει και γίνεται δύσκολο και βαρύ πολύ.
Σκάσε και κολύμπα ναυαγέ.
Τώρα οι σκέψεις του είναι διαφορετικές. Τώρα σκέφτεται τι θα κάνει όταν πατήσει το πόδι του σε στέρεο έδαφος. Σκέφτεται το γλυκό νερό και η αλμύρα τον ενοχλεί πια διπλά. Σκέφτεται το πρώτο ζώο που θα σκοτώσει για να φάει και του έρχεται να λιποθυμήσει από την πείνα. Τόσες μέρες ούτε που του πέρασε από το μυαλό· τώρα τον μαστιγώνει. Σκέφτεται την φωτιά που θα τον ζεστάνει το βράδυ και τον ίσκιο που θα τον προφυλάσσει το μεσημέρι και αγαλλιάζει η ψυχή του.
Τώρα λοιπόν, με τη στεριά να δείχνει όχι πάνω από μία μέρα απόσταση με τον υπάρχοντα άνεμο, δεν είναι καν θαρραλέος. Πριν αυτή την εικόνα στο βάθος, ανέβαινε στην άκρη της βάρκας και φώναζε ρίξε με ρε, ρίξε με, τι τώρα τι μετά. Τώρα κάθεται στη μέση της βάρκας διπλωμένος και προσέχει την παραμικρή κίνηση. Κρατάει τα κουπιά πολύ σφιχτά να μην του φύγουν, ενώ πριν τα πέταγε στο νερό προς την πλευρά που φύσαγε ο άνεμος για να δει πιο θα πάει πιο γρήγορα, το κουπί ή η βάρκα. Και μόλις το ξανάπιανε κορόιδευε τη θάλασσα, λέγοντάς της σιγά που θα με πάρεις εσύ, δεν είμαι για τα δόντια σου μάλλον. Τώρα όμως αν ανοίξει τις παλάμες του μπορεί και να έχουν ματώσει από το σφίξιμο, μην τύχει και τα χάσει.
Όταν πια οι πνεύμονές του τον προδίδουν και σταματάει να πάρει μια ανάσα, περνάει από το μυαλό του και η σκέψη, μήπως και είναι ανθρωπάκι τελικά. Ναι μεν κολύμπησε σε μια μεγάλη θάλασσα και μάλιστα έχει και σοβαρές πιθανότητες να βγει σώος, αλλά το επέλεξε; Δεν το επέλεξε. Του προέκυψε. Σίγουρα, δεν παραδόθηκε, πάλεψε μέχρις εσχάτων, αλλά μήπως η ανδρεία του άρχισε να γίνεται εμφανής όταν έχασε κάθε ελπίδα; Τότε λοιπόν για πιο πράγμα θα είχε να υπερηφανεύεται όταν θα πάταγε το πόδι του στη στεριά. Ήταν η απελπισία που τον έκανε ήρωα;
Γιατί αρχίζει να φοβάται μη χάσει κάτι που ακόμα δεν έχει καν; Ακόμα και δίπλα σου να είναι κάτι, όσο δεν το έχεις πιάσει δεν είναι δικό σου για να το χάσεις. Όμως όλο αυτό αρχίζει και γίνεται δύσκολο και βαρύ πολύ.
Σκάσε και κολύμπα ναυαγέ.