Είχα γράψει παλιότερα ένα
κείμενο για το πόσο οι περισσότεροι Έλληνες, όχι μόνο δεν δυσανασχετούσαν με το θέμα χούντα, αλλά και πόσο, τελικά, τους λείπει. Βέβαια κανείς δεν τολμάει να το εκφράσει δημόσια (είμαστε και του politically correct), αλλά φαντάζομαι ότι όλοι μας έχουμε ακούσει, από διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ατόμων, "Α, ρε ένας Παπαδόπουλος που σας (μας) χρειάζεται". Δεν θα επεκταθώ, το έχω αναλύσει αρκετά στο προαναφερθέν linkαριμένο κείμενο.
Εκείνο που είναι σήμερα το θέμα μου, είναι παρούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση, οι σχολιαστές της και οι αναγνώστες τους. Με το σφίξιμο του ζωναριού λόγω του υπέρογκου χρέους της χώρας μας, λογικό είναι ο καθένας να ψάχνει την άκρη του νήματος. Λίγο πολύ λοιπόν, σε αυτή την αναζήτηση, τα αποτελέσματα είναι κοινά για πολλά κείμενα, μέσα από τις αναζητήσεις των αρθρογράφων. Και τα αποτελέσματα λίγο πολύ γνωστά και αναμενόμενα: Ότι είμαστε μπαταχτσήδες από τη φύση μας, ότι ξέραμε τι άχρηστους πολιτικούς ψηφίζαμε αλλά θέλαμε να διορίσουμε το παιδί μας, ότι σε ένα τέτοιο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα αναγκάζεσαι να παρανομήσεις (η δικαιολογία για να νιώσουμε καλύτερα, την οποία δεν προτίθεμαι να κρίνω), ότι όντως ο δημόσιος τομέας είναι απαράδεκτα μεγάλος (παρά το ότι οι μισοί περιμένουν ένα διορισμό, ούτε και αυτό θα το κρίνω) και διάφορα άλλα πολύ σωστά και ορθά μελετημένα. Τα κείμενα περιμέναμε, δεν ξέραμε από μόνοι μας τα χάλια μας.
Παρατηρώ όμως ακόμα, ότι σε τέτοια κείμενα που επιδέχονται σχολίων, πολύ συχνά γίνεται ένας γόνιμος διάλογος, με ωραίες και καλογραμμένες τοποθετήσεις και όλα εν μέσω ενός πολύ καλού κλίματος, χωρίς -τις περισσότερες φορές- την παρέμβαση γνωστών trolls και flames. Όλοι κάνουν κριτική στη νοοτροπία μας, παραδέχονται τις λανθασμένες πολιτικές τους επιλογές, μέχρι και αυτοκριτική για τα δικά τους πεπραγμένα έχω δει.
Ένα πράγμα δεν έχω δει και μου κάνει τρομερή εντύπωση. Το να βγει κάποιος και να γράψει ένα σχόλιο τύπου "Αμάν πια με τη φάρα μας, τα είπαμε 100 φορές. Τι καταλαβαίνεις με το να το γράφεις συνέχεια; Αυτοί είμαστε και καλώς παθαίνουμε ό,τι παθαίνουμε". Την τελευταία πρόταση την έχω δει, τις δύο προηγούμενες δεν έχω δει.
Κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε ένα κείμενο που κάνει κριτική στον νεοελληνικό τρόπο ζωής, αντιδρούμε λες και ανακαλύπτουμε το σύμπαν. Σε κάθε νέο κείμενο που στηλιτεύει τη νοοτροπία μας, ξαναπέφτει ένα μηλαράκι στο κεφάλι μας και να μια καινούρια διατύπωση του νόμου της βαρύτητας -ολόιδια με τις προηγούμενες. Μπορεί να γράφουμε διάφορα για το ποιόν μας σε κάθε ευκαιρία, αλλά κάθε καινούρια ευκαιρία, είναι πάλι σαν τη πρώτη μας φορά.
Θα φέρω ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που θέλω να πω. Πριν από λίγο καιρό, στο blog του κ.
Σαραντάκου φιλοξενούνταν ένα
κείμενο γραμμένο από τον πατέρα του, με τίτλο "Η εθνική μας αυταρέσκεια" και περιεχόμενο ανάλογο των επί του παρόντος αναφερθέντα. Ακολούθησε μια συζήτηση, πάνω κάτω σαν αυτές που περιέγραψα ότι συνήθως γίνονται σε τέτοια κείμενα και κάποια στιγμή πετάω ένα σχόλιο, ανάλογο του σημερινού μου προβληματισμού.
Το αντιγράφω ως έχει:
Αρ. σχ.: 20, aggelos-x-aggelos είπε
Το πιο περίεργο από όλα όμως είναι το εξής:
Παρότι όλοι τα λέμε και τα γράφουμε για τα στραβά μας, παρατηρώ ότι πάντα τα αντιμετωπίζουμε σαν πρωτόγνωρα. Λες και δεν το έχουμε πιστέψει ακόμα ότι αυτό είμαστε, λες και κάθε φορά μας κάνει εντύπωση, λες και στο βάθος πιστεύουμε ότι δεν είναι έτσι ή ότι δεν φαίνεται πια, αλλά κάθε φορά την πατάμε με τον επόμενο που θα καυτηριάσει τη συμπεριφορά μας.
Πόσα τέτοια κείμενα δεν έχουν γραφτεί στο παρελθόν και, πόσα περισσότερα, αυτές τις μέρες. Και όμως, ένα σχόλιο τύπου “Ωχ, πάλι τα ίδια θα λέμε” δεν έχω δει πουθενά.
Μήπως έχει δει κανένας άλλος; Οπουδήποτε; Και πως μεταφράζεται αυτό;
Περιμένω κάποια ώρα να δω αν θα ανταποκριθεί κανείς, τίποτα. Οπότε περίπου δυόμιση ώρες μετά ξαναγράφω:
Αρ. σχ. 29,aggelos-x-aggelos είπε
Το γεγονός επίσης ότι κανείς δεν ασχολήθηκε ούτε και με το σχόλιο της παρατήρησής μου, ενισχύει ακόμα περισσότερο την άποψη που διατυπώνει.
Θέμα για μελέτη…
Τώρα θα μου πεις, και με το δίκιο σου δηλαδή, δεν πας να το μελετήσεις και να μας αφήσεις ήσυχους, αλλά τέλος πάντων
Θεώρησα τον αυτοσαρκασμό ως μια πολύ καλή διαφυγή, καθώς δεν παύει να με κατατρώει η πιθανότητα του εντελώς άσχετου και α-νόητου λόγου. Δεν είμαι δα και κάνας λόγιος ή ακαδημαϊκός, πολλές φορές όμως με συλλαμβάνω να ασχολούμαι με θέματα τα οποία δεν είναι του επιπέδου μου. Κλείνοντας αυτή τη μικρή παρένθεση ανασφάλειας, δεν μπορώ παρά να απορώ με το πως γίνεται κάθε φορά που διαβάζουμε τέτοιο κείμενο, να αντιδρούμε σαν μόλις να ανακαλύψαμε το επερχόμενο χάος. Και πάντα τρομάζουμε. Και πάντα ξεχνάμε. Και πάντα επαναλαμβάνουμε τα ίδια πράγματα στο επόμενο κείμενο. Περιττό να αναφέρω ότι μέχρι τη στιγμή αυτή, απάντηση δεν έχω πάρει.
Την ίδια σκέψη με λίγο διαφορετική διατύπωση, έκανα και στο blog του κ.
Τσούκα στο σημερινό του
άρθρο, αλλά δεν περίμενα απάντηση, γιατί ήμουν πια σε θέση να το διατυπώσω ως ολοκληρωμένη σκέψη, στο δικό μου blog.
Αν προσπαθήσω να βγάλω ένα συμπέρασμα, μόνο το εξής μου φαίνεται λογικό. Ως βολεψάκηδες και χαραμοφάηδες που ήμασταν μια ζωή, μέσα μας ξέραμε ότι αυτό κάποτε θα τελείωνε, απλά παρακαλούσαμε να φτάσει για μας και τα παιδιά μας. Ποια Ελλάδα και ποιες συντάξεις, μετά τη δική μου; Εμού θανόντος, άντε γαμηθείτε! Όλοι μας είμαστε τέτοιοι. Και με το που βλέπουμε ένα κείμενο που μας περιγράφει και μας αναγνωρίζουμε, σπεύδουμε να το υπερασπιστούμε, αισθανόμενοι ότι τουλάχιστον λέμε την αλήθεια και μετά, μη έχοντας από αλλού να φάμε χωρίς να παράγουμε, το ξεχνάμε και, χώνοντας την κεφάλα μας στο χώμα, περιμένουμε το επόμενο κείμενο του Σιλωάμ, να εξαγνίσουμε και πάλι, με λίγα σχόλια, παρόν, παρελθόν και, κυρίως, μέλλον. Το τελευταίο είναι και το κλειδί νομίζω: Ακόμα δεν έχουμε πρόθεση να αλλάξουμε, ένα διάλειμμα κάνουμε.
Και για να μην αφήνω απορίες, η σύνδεση του παρόντος με του κειμένου μου παραθέτω στην αρχή είναι η εξής: Η χούντα, με αντάλλαγμα το να βγάλεις το σκασμό και το mind your own bussiness (τα οποία η πλειονότητα προσέφερε αφειδώς), έδωσε πολλά από αυτά για τα οποία γεννήθηκε ο Έλληνας. Φτηνά σπίτια, δουλειές, τάξη (πάνω από όλα), ομοιομορφία, εξουσία, θέσεις στο δημόσιο, γνωριμίες εφόσον ήσουν καλό παιδί, βόλεμα χωρίς ιδρώτα... Και, φυσικά, το δικαίωμα να είσαι υπερήφανος φωνάζοντας "Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια", την ώρα που ήξερες ότι, σε περίπτωση εμπλοκής θα έβρισκες χίλιους γιατρούς να σε βγάλουν Ι312, κατεβάζοντας χριστοπαναγίες νυχθημερόν και ξενοπηδώντας ασυστόλως.
Αυτοί είμαστε και, γράφοντας αυτές τις γραμμές, μόλις μου πέρασε μια φρικαλέα σκέψη από το μυαλό: Αν ερχόταν τώρα δέκα στρατιωτικοί και πέταγαν πέντε λαϊκισμούς τύπου
"η χώρα διήρχετο μιαν κρίσην αναζητούσα διέξοδο από μακρού χρόνον εξ ενός πολιτικού αδιεξόδου" και διάφορα άλλα τέτοια φαιδρά, αλλά την επόμενη μέρα διορίσει τη μισή Ελλάδα στο δημόσιο, προβλέπω τουλάχιστον 14 χρόνια γύψο.
Τελικά δεν απορώ και τόσο. Πως να τα σηκώσεις όλα αυτά τα χάλια σου σαν άνθρωπος και να τα επεξεργαστείς; Και εγώ που το πήγα βαθύτερα, μήπως ένιωσα καλύτερα; Δεν καθόμουν να σχολιάζω απ' την αρχή το κάθε κείμενο, σαν να ξυπνούσα αμέριμνος και, μόλις να αντίκριζα το χάος.
"Ωχ, ένα χάος", είπε ο αναγνώστης για πολλοστή φορά, αλλά σίγουρος ότι ήταν η πρώτη και, αφού κατέθεσε τις απόψεις του περί του χάους, ξανάχωσε την κεφάλα του στην άμμο, περιμένοντας το επόμενο, πρώτο του, χάος... Και μάλιστα, απόλυτα πεπεισμένος ότι το φταίξιμο το δικό του, είναι το μικρότερο.