Ο καλύτερος του χωριού
Κάποτε δούλευα σε ένα περιβάλλον, όπου το να φέρεσαι όσο γίνεται πιο πολύ σαν αγροίκος, ήταν περισσότερο από μαγκιά. Ήταν τρόπος επιβίωσης. Θα μπορούσες να στοιχηματίσεις ότι όποιος είχε σχέση με το χώρο είχε περάσει κάποια σχολή βλαχιάς ή κάτι τέτοιο. Όσο πιο αμόρφωτος, τόσο πιο πάνω στην ιεραρχία.
Σε ένα τέτοιο χώρο, κυριαρχούν τέσσερα πράγματα: Η ηλικία, ο τσαμπουκάς, τα λεφτά, και η κοιλιά. Με αυτή τη σειρά. Ο γηραιότερος, ασχέτως αν είναι και ο πιο άξεστος, είναι μία μορφή από μόνος του και χρήζει του απολύτου σεβασμού, ο πιο τσαμπουκάς είναι εκείνος που την περνάει καλύτερα, όλοι τον θέλουν για φίλο τους και οι εχθροί του είναι εχθροί όλων και, για έναν περίεργο λόγο, μία μεγάλη κοιλιά σου εξασφαλίζει ένα κάποιο respect.
Άφησα για τελευταία τα λεφτά, αν και δεν είναι τελευταία στη λίστα, γιατί μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο, είχα ακούσει κάποτε κάτι πολύ ενδιαφέρον και σωστό. Μιλώντας με έναν τύπο με πλήρες πακέτο (ηλικία, τσαμπουκά, λεφτά, κοιλιά), άκουσα κάτι που μου έμεινε αξέχαστο, παρότι δεν είχε τύχει να το αντιμετωπίσω για πολλά χρόνια από τότε.
Το να μην έχεις λεφτά, μου είχε πει, φίλε μου, είναι κάτι πολύ σχετικό. Γιατί και τρία κατοστάρικα να έχεις, δεν μπορείς να πεις ότι έχεις λεφτά. Όμως με τρία κατοστάρικα, μπαίνεις στο καφενείο, κάθεσαι μόνος σου σε ένα τραπέζι που να το βλέπουν όλοι, χτυπάς τα χέρια και λες όλο μαγκιά: "Ένα γλυκύ βραστό", που κάνει δυόμισι κατοστάρικα. Πετάς τότε το τρακοσάρι πάνω στο τραπέζι και λες: "Δικά σου" και είσαι ο καλύτερος του χωριού -ο τσαμπουκάς που λέγαμε. Κάποιος θα έρθει να σου πιάσει την κουβέντα και μετά βλέπεις τι γίνεται. Ενώ άμα δεν έχεις φράγκο τι κάνεις;
Εννοείται ότι -παρά τον τίτλο- αυτό γίνεται μόνο σε πόλη.
Σε ένα τέτοιο χώρο, κυριαρχούν τέσσερα πράγματα: Η ηλικία, ο τσαμπουκάς, τα λεφτά, και η κοιλιά. Με αυτή τη σειρά. Ο γηραιότερος, ασχέτως αν είναι και ο πιο άξεστος, είναι μία μορφή από μόνος του και χρήζει του απολύτου σεβασμού, ο πιο τσαμπουκάς είναι εκείνος που την περνάει καλύτερα, όλοι τον θέλουν για φίλο τους και οι εχθροί του είναι εχθροί όλων και, για έναν περίεργο λόγο, μία μεγάλη κοιλιά σου εξασφαλίζει ένα κάποιο respect.
Άφησα για τελευταία τα λεφτά, αν και δεν είναι τελευταία στη λίστα, γιατί μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο, είχα ακούσει κάποτε κάτι πολύ ενδιαφέρον και σωστό. Μιλώντας με έναν τύπο με πλήρες πακέτο (ηλικία, τσαμπουκά, λεφτά, κοιλιά), άκουσα κάτι που μου έμεινε αξέχαστο, παρότι δεν είχε τύχει να το αντιμετωπίσω για πολλά χρόνια από τότε.
Το να μην έχεις λεφτά, μου είχε πει, φίλε μου, είναι κάτι πολύ σχετικό. Γιατί και τρία κατοστάρικα να έχεις, δεν μπορείς να πεις ότι έχεις λεφτά. Όμως με τρία κατοστάρικα, μπαίνεις στο καφενείο, κάθεσαι μόνος σου σε ένα τραπέζι που να το βλέπουν όλοι, χτυπάς τα χέρια και λες όλο μαγκιά: "Ένα γλυκύ βραστό", που κάνει δυόμισι κατοστάρικα. Πετάς τότε το τρακοσάρι πάνω στο τραπέζι και λες: "Δικά σου" και είσαι ο καλύτερος του χωριού -ο τσαμπουκάς που λέγαμε. Κάποιος θα έρθει να σου πιάσει την κουβέντα και μετά βλέπεις τι γίνεται. Ενώ άμα δεν έχεις φράγκο τι κάνεις;
Εννοείται ότι -παρά τον τίτλο- αυτό γίνεται μόνο σε πόλη.