Σάββατο 20 Μαΐου 2006

"Ο Θάνατος της Μαρίας" (σχόλιο)

Το συγκεκριμένο σχόλιο μου βγήκε ένα διήγημα τριών χιλιάδων λέξεων. Υπάρχει στο blog του Νίκου Δήμου στο post με θέμα Ο Θάνατος της Μαρίας στις 11/5/06.

Αποφάσισα να στηρίξω την άποψή μου στο σχόλιο 10:47 πμ. Και γι αυτό πήγα και πήρα μια συνέντευξη από όλους. Διένυσα πολλά χιλιόμετρα αλλά τα κατάφερα.

Πρώτα από όλα πήγα στο σπίτι του Α.

a-x-a: Καλησπέρα σας κ. Α. Δεν ξέρω αν παρακολουθήσατε καθόλου σήμερα τι έγινε αλλά είστε στην επικαιρότητα.
Α: Όχι δεν ξέρω τι έγινε.
a-x-a: Ο κ. Δήμου έφερε στην επιφάνια την ιστορία που είχατε με τη Μαρία πριν πολλά χρόνια.
Α: α ναι –που τη θυμήθηκε;
a-x-a: Πείτε μας κάτι. Τι έγινε τότε;
Α: Τι να σας πω, εκείνη την περίοδο η Μαρία δεν πήγαινε και πολύ καλά. Της είχε κολλήσει ότι εγώ τη γουστάρω επειδή της είχα κάνει ένα κομπλιμέντο σε ένα πάρτι. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να κάνω κάτι γιατί ήξερα ότι τη γούσταρε ο Β με τον οποίο ήμασταν ανέκαθεν φίλοι και γείτονες. Αλλά τι να πεις έτσι είναι οι γυναίκες. Άμα τους μπει κάτι.
a-x-a: Εκείνο το βράδυ τι έγινε;
Α: ήταν 6 μήνες μετά το πάρτι που σας έλεγα. Είχαμε μιλήσει τηλεφωνικά και της είχα ξανά-μανά εξηγήσει ότι δεν τη γουστάρω παρότι είναι πολύ ωραία γυναίκα και ότι την έχω βρει μόνος μου. Για τον άλλον δεν είπα τίποτα γιατί μου είχε πει ότι θέλει να το χειριστεί μόνος του.
a-x-a: Μετά τι έγινε;
Α: Μετά την έπεσα για ύπνο. Και πάνω που με έπαιρνε γλυκά γλυκά ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Τρέχω ανοίγω και τι να δω… Η Μαρία σε έξαλλη κατάσταση, μούσκεμα από τη βροχή, να κλαίει και να λέει κάτι ακατάληπτα. Τη βάζω μέσα, την ηρεμώ και προσπαθώ να της αλλάξω θέμα. Της έλεγα για τα παλιά, τότε που ήμασταν καλοί φίλοι και διάφορα τέτοια. Δεν την κράτησε πάνω από 5 λεπτά. Τα ίδια. Και σ’ αγαπάω και θα πεθάνω και τέτοια. Τι να κάνω και εγώ την άφησα να ξεσπάσει, με έβρισε, με έδειρε, με πρόσβαλε, κάποια στιγμή σταμάτησε. Το γύρισε αλλιώς μετά. Και είμαι ηλίθια που σε παρακαλάω, που εμένα τρέχουν από πίσω μου, δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου είσαι αλήτης κλπ κλπ. Και σηκώνεται να φύγει. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, που θα πας στη μαύρη νύχτα και με τέτοιο καιρό. Τίποτα αυτή. Δε θέλω τίποτα από σένα, άσε με να φύγω, μου σπάει και το μισό σπίτι, ε, κάποια στιγμή σταμάτησε. Μου είχε σπάσει τα νεύρα για να πω την αλήθεια αλλά την καταλάβαινα γιατί όταν είσαι έτσι δεν υπολογίζεις. Δεν την λυπόμουν απλά θα ήθελα να μην της συμβαίνει αυτό το πράγμα. Λες και δεν τα είχα περάσει και εγώ;
a-x-a: Και τελικά κοιμήθηκε σπίτι.
Α: Περίπου. Η βροχή όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Της είχα στρώσει σε άλλο δωμάτιο και ξαφνικά την ακούω να με φωνάζει. Όταν πήγα να δω τι θέλει μου λέει αν μπορώ να της κάνω λίγο παρέα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Δέχτηκα γιατί ήξερα ότι φοβόταν τις αστραπές και τις βροντές από μια παλιά της συγκάτοικο. Τη σκέπασα καλά καλά και της χάιδεψα λίγο τα μαλλιά. Και την άκουσα να ανασαίνει λίγο πιο βαριά. Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται είχε αρπάξει το ΄δάχτυλο μου και άρχισε να μου το γλύφει. Όπα λέω τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Τι της λες τώρα. Πάω κάτι να πω γυρνάει και μου κλείνει το στόμα. "Σσστ", μου λέει "μη χαλάς τη στιγμή". "Πια στιγμή βρε Μαριώ μου", της λέω "δεν τα είπαμε;".
a-x-a: Και μετά, και μετά.
Α: Μετά σηκώνεται λίγο από το κρεβάτι και τραβάει το μοναδικό κορδονάκι που συγκρατούσε ενωμένο το μπλουζάκι της και έτσι ημίγυμνη έρχεται κοντά μου, τόσο κοντά που η ανάσα της έκαιγε τα χείλη μου και μου λέει σχεδόν ψιθυριστά. "Τα είπαμε. Τα ξεκαθαρίσαμε. Αλλά τώρα είναι τώρα. Και αυτό το τώρα δεν θα ξανάρθει ποτέ". Δεν είχε πια κανένα από αυτά που θα μπορούσαν πριν να σε κάνουν να τη λυπηθείς. "Ζήσε το". Το κορμί της παρόλο που δεν με ακουμπούσε ένιωθα ότι έκαιγε, κάτι που είχε γίνει πιο έντονο και από το κλάμα λίγο νωρίτερα. Είχε γίνει μια γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξεως. Μια γυναίκα που μέσα από την ταλαιπωρία της είχε βρει τον εαυτό της και ήθελε μόνο σεξ. Και, πίστεψέ με, ήξερε πώς να το πάρει…
a-x-a: Και μετά, και μετά.
Α: Τι και μετά ρε ανώμαλε; Μετά το κάναμε. Θες και λεπτομέρειες;
a-x-a: Ε, χμ, όχι θέλω να πω την επόμενη μέρα πως ξυπνήσατε;
Α: Περίεργα. Όταν τελειώσαμε η Μαρία μου γύρισε την πλάτη και κοιμήθηκε. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να με κάνει να πιστέψω. Πήρε το ύφος που έλεγε "καλούτσικος ήσουν" σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βγει κερδισμένη σε κάτι, και όλο το βράδυ δεν ξαναγύρισε προς την πλευρά μου. Κάποιες φορές νόμισα ότι άκουσα ένα λυγμό αλλά την έβλεπα ακίνητη και νόμιζα ότι κοιμόταν. Το πρωί όμως είδα τα πιο πρησμένα μάτια που έχω δει ποτέ μου και κατάλαβα ότι όλο το βράδυ έκλεγε. Η αλήθεια είναι ότι καμία στιγμή δεν μου ξεκόλλησε από το μυαλό η σκέψη του αν έκανα το σωστό. Εκείνη όμως είχε πάρει το ύφος που ήταν σα να σου λέει "ή το κάνεις, ή δεν μπορείς". Και το κόλλημά μου δεν ήταν μη με πει ανίκανο. Απλά, αν δεν το έκανα θα της είχα ρίξει δύο απορρίψεις το ίδιο βράδυ με ανυπολόγιστες συνέπειες. Είχα αρχίσει και να φοβάμαι. Νωρίτερα την είχα κρατήσει στο τσακ μη φύγει μέσα στην καταιγίδα να περάσει, άκουσον άκουσον, το ποτάμι απέναντι. Δε λέω ότι δεν μου άρεσε. Αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Έτσι πολύ διστακτικά της είπα να της φτιάξω καφέ και εκείνη μου είπε ναι. Μετά από ένα λεπτό όμως τινάχτηκε από την καρέκλα και μου είπε, χωρίς να με κοιτάει, πως θα ήταν καλύτερα να φύγει. Τα ρούχα της ήταν ακόμα βρεγμένα και πήγα να της πω ότι θα μπορούσε να μείνει για λίγο, αλλά σαν να το κατάλαβε και με κοίταξε σαν να μου έλεγε γιατί, για να με κάνεις λίγο χειρότερα από ότι είμαι ήδη. Έτσι προτίμησα να σταματήσω το χθεσινοβραδινό παιχνίδι και της είπα ότι έχει δίκιο, καλύτερα να φύγει.
a-x-a: Και από τότε δεν την ξαναείδατε;
Α: Ε, αφού πνίγηκε; Και please μη με ρωτήσεις πως αισθάνθηκα και αν μου λείπει. Εκτός και αν σε έχει στείλει ο Αυτίας, οπότε σου σπάω το κασετοφωνάκι τώρα.
a-x-a: Όχι κ. Α. Σας ευχαριστώ πολύ.

Μετά πήγα στο σπίτι του Β. Προσπάθησα να ακολουθήσω ακριβώς τη διαδρομή της Μαρίας αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάφερα γιατί το τοπίο έχει αλλάξει πολύ από τότε και ο κ. Δήμου δεν έδωσε αρκετές πληροφορίες. Φαντάστηκα όμως ότι η Μαρία δεν θα πήγαινε κατευθείαν αλλά θα έκανε μια μεγάλη βόλτα πρώτα. Έτσι αφού περιπλανήθηκα αρκετά έφτασα στην πόρτα του Β.

a-x-a: Καλησπέρα σας κ. Β. έρχομαι από το σπίτι του κ. Α. Θα ήθελα να μου πείτε δυο πραγματάκια για τη Μαρία.
Β: Αχ η Μαρία, χαμένο πήγε αυτό το κορίτσι ρε γαμώτο.
a-x-a: Τι έγινε εκείνη την ημέρα που ήρθε στο σπίτι σας;
Β: Ήταν πολύ ταραγμένη. Προσπάθησε να το παίξει άνετη και άρχισε να μου λέει ότι τον τελευταίο καιρό με σκεφτόταν πολύ και είπε να έρθει να δει τι κάνω. Χάρηκα που την είδα γιατί ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί της, αλλά παρατηρούσα κάτι ασυνήθιστο στην συμπεριφορά της. Εκείνη νόμιζε ότι με είχε πείσει ότι ήταν καλά και συνέχισε να μιλάει όλο και πιο έντονα και κάπου κάπου γελούσε χωρίς προφανή λόγο και πολύ νευρικά. Την ήξερα όμως πολύ καλά γιατί την παρατηρούσα πολύ καιρό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς της είχε συμβεί αλλά μου έδινε την εντύπωση ότι, από τη μια ήταν πολύ ταραγμένη και, από την άλλη, ότι είχε ένα απροστάτευτο στυλ, εκείνο που έχουν οι γυναίκες όταν θέλουν να τις πάρεις αγκαλιά όταν θέλουν να σε προκαλέσουν. Αυτό το τελευταίο, όσο πέρναγε η ώρα, εμένα με αποσυντόνιζε όλο και πιο πολύ και υπέθεσα ότι σκέφτομαι βλακείες ενώ ήταν μπροστά μου το αντικείμενο του πόθου μου έτοιμο να πέσει στην αγκαλιά μου. Οπότε σηκώθηκα και πήγα και έκατσα δίπλα της σε μία παύση της κουβέντας. Τότε εκείνη ξαφνικά έδειξε να νιώθει κάπως άβολα και για μια στιγμή κοίταξε κάτω σαν να προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε κάτι. Μετά σήκωσε το κεφάλι της, ελαφρώς χαμογελαστή, και με κοίταξε –αλλά όχι στα μάτια. Έβαλα το χέρι μου στον ώμο της και της είπα "Μαρία τι έχεις". Δάγκωσε το πάνω χείλος της και με πήρα αγκαλιά. Τίποτα που λέει και άρχισε να με σφίγγει. Είπε και ένα δεύτερο τίποτα αλλά αυτή τη φορά πνιγμένο στα κλάματα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Την κράτησα αγκαλιά μέχρι που ξέσπασε και σταμάτησε να κλαίει. Της είπα ότι εγώ την αγαπάω και ότι αν αισθανόταν καλά θα μπορούσε να μου πει τι είχε συμβεί.
a-x-a: Και σας είπε την ιστορία με τον Α;
Β: Ναι. Ό,τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Και μετά μου είπε ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία κατάλαβε πόσο λάθος έκανε που δεν με ήθελε τόσο καιρό και ότι θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ καλά μαζί.
a-x-a: Και εσείς τι κάνατε.
Β: Της είπα τα εξής –τα θυμάμαι σαν χθες. "Μαρία μου ξέρεις πόσο σε αγαπάω και πόσο καιρό σε κυνηγάω. Αυτό που μου ζητάς αυτή τη στιγμή το ονειρεύομαι κάθε βράδυ. Αλλά την ευχή την έκανα μισή. Φαντάστηκα τη διαδρομή από το σπίτι σου μέχρι εδώ κατευθείαν και όχι με στάση, διανυκτέρευση και -θου Κύριε- στον Α." "Δηλαδή", μου λέει, "δεν με θες επειδή δεν είσαι ο πρώτος μου;" "Μη τα λες όπως σε βολεύουν Μαρία. Δεν σε θέλω τώρα και έτσι. Ή για να στο πω και αλλιώς εσύ δεν με θες. Εσύ τώρα θες κάποιον για να νιώσεις καλύτερα. Κάποιον για να ξεχάσεις. Και δεν είμαι ο κατάλληλος. Γιατί εγώ λιώνω για σένα. Αλλά όπως έλιωνα έχω συνηθίσει. Δεν θέλω να λιώνω διπλά όταν θα σε έχω αγκαλιά και εσύ θα σκέφτεσαι τον άλλον"
a-x-a:…
Β: "Μου είπες ότι δεν σε θέλω επειδή δεν είμαι ο πρώτος σου. Εγώ λοιπόν θα σου πω το εξής. Πήγαινε με όποιον και με όσους γουστάρεις. Κάνε ό,τι θες. Και ξαναγύρνα. Εδώ θα είμαι και θα σε περιμένω. Αλλά γύρνα μόνο για μένα. Και πείσε με για αυτό. Αλλιώς μη γυρίσεις ποτέ. Πίστεψέ με πονάω απίστευτα με αυτό που σου λέω. Έκλαψα και παρακάλεσα πόσες νύχτες για να έρθεις και τώρα σε διώχνω. Αλλά πιο πολύ από το κορμί σου θέλω την καρδιά σου και το μυαλό σου."
a-x-a: Και εκείνη τι έκανε;
Β: Έμεινε για ένα λεπτό ακίνητη και μετά με κοίταξε και μου είπε ότι έπρεπε να γυρίσει γρήγορα στην απέναντι όχθη γιατί στην από δω τα έχει κάνει αρκετά σαλάτα. Δεν είπα κουβέντα, γιατί υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να αρχίσω εγώ να κλαίω στην αγκαλιά της, και την πήγα ως την πόρτα. Με αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο και, χωρίς να μου ρίξει ματιά έφυγε.
a-x-a: Και από τότε δεν την ξαναείδατε;
Β: Ε, αφού πνίγηκε; Τι είμαι βρικόλακας να βλέπω φαντάσματα; Δεν πιστεύω να σε έχει στείλει ο Χαρδαβέλας γιατί θα σε στείλω να τη βρεις!
a-x-a: Όχι κ. Β. Σας ευχαριστώ πολύ.

Προσπαθώντας πάντα να μπω στην ψυχολογία της Μαρίας, έφυγα από το σπίτι του Β και περιπλανήθηκα. Φαντάστηκα ότι η Μαρία δεν θα πήγε κατευθείαν στον Ψυχίατρο αλλά μάλλον θα έπεσε κατά λάθος πάνω του περνώντας μια λανθασμένη κατεύθυνση αντί της σωστής προς την όχθη. Προφανώς εκεί θα κατάλαβε εις ποίον ηθικό τέλμα είχε υποπέσει μέχρι στιγμής και θα είπε "φράγκα έχω, δεν πάω να τα πω να ξεδώσω και λίγο". Έτσι λοιπόν και εγώ, ως άλλη Μαρία, έκρουσα τον του ψυχιάτρου κώδωνα της θύρας και εισήλθον της οικίας του (και σταματάω εδώ τα αρχαία).

a-x-a: Καλησπέρα σας κ. Ψυχίατρε. Θα ήθελα να μιλήσουμε για μία ασθενή σας που είδατε μόνο μία φορά τη Μαρία.
Ψ: Μμμ. Περίεργη περίπτωση. Τη θυμάμαι χαρακτηριστικά. Είχε έρθει πολύ αλαφιασμένη. Και με το δίκιο της. Είχε κάνει χοντράδες.
a-x-a: Τι σας είχε πει;
Ψ: Όλα. Και για τον Α και για τον Β. Και πως τα είχε μπλέξει και πόσο άσχημα αισθανόταν και για τους δύο. Της είπα να ηρεμήσει και για λίγο αλλάξαμε κουβέντα. Αφού την είδα πιο δυνατή τη ρώτησα τι την οδήγήσε σε όλα αυτά. Μου είπε πως δεν ήξερε αλλά περισσότερο τώρα την ενδιέφερε πως θα τα διόρθωνε όλα αυτά. Δεν ήθελε να πληγώσει κανέναν κατά βάθος. Την είχε συνεπάρει το αρρωστημένο πάθος, η ανεκπλήρωτη αγάπη αν θέλετε, και γι αυτό έπραξε τόσο ανάρμοστα. Της είπα βέβαια ότι πρέπει να την ξαναδώ, και ίσως αρκετές φορές, και εκείνη το δέχτηκε με χαρά. Αλλά της είπα ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να ξαναέχει επαφή με κανέναν από τους δύο για λίγο καιρό αφού, κάτι τέτοιο, θα περιέπλεκε τα πράγματα περισσότερο. "Χρειάζεται χρόνος", της είπα, και το κατάλαβε. Δεν ήθελε να μιλήσουμε για τίποτα άλλο και, μιας και έδειχνε όλο και καλύτερα με το συγκεκριμένο θέμα, δεν την πίεσα. Φαινόταν δυνατός άνθρωπος και, από ότι μου είπε και η ίδια, η ζωή μέχρι στιγμής της είχε φερθεί παραπάνω από επιεικώς. Όταν διαπίστωσα ότι δεν κινδύνευε η σωματική της ακεραιότητα από αυτοτραυματισμούς, απόπειρα αυτοκτονίας, ή τάση για αλκοολισμό και ναρκωτικά της συνέστησα να πάει στο σπίτι της, να πιει ένα χαμομήλι και να κοιμηθεί και εκείνη το δέχτηκε. Είχε καταλάβει ότι αν είχε τον κατάλληλο χρόνο θα μπορούσε να τα διορθώσει όλα και είχε αρχίσει να γίνεται πιο χαρούμενη. Σχεδόν ζούσε για τη στιγμή που θα ξαναγίνονταν όλα καλά όπως ήταν πάντα.
a-x-a: Και από τότε δεν την ξαναείδατε;
Ψ: Ε, αφού πνίγηκε; Ή μήπως δεν το πιστεύεις και νομίζεις ότι την έχω απαγάγει. Δε μου λες, μήπως σε έχει στείλει η Νικολούλη να σε μαυρίσω στο ξύλο;
a-x-a: Όχι κ. Ψ. Σας ευχαριστώ πολύ.

Από τα πέντε πρόσωπα που είχα να συναντήσω είχα ήδη συναντήσει τα τρία και είχα επιβεβαιώσει τις υποψίες μου ότι κανείς δεν φταίει στην ιστορία. Τώρα μου έμενε ο Περαματάρης και ο… Ληστής. Και καλά ο ένας, θα ήταν στην όχθη, ο άλλος; Περπατούσα και πάλι, αλλά τώρα με αργό βήμα προσπαθώντας να βρω ένα τρόπο ώστε να μου την πέσει ο πολυπόθητος Ληστής. Και –ω του θαύματος- ξαφνικά μπροστά μου εμφανίζεται ένας μπάτσος! Τον ρωτάω λοιπόν αν ήξερε το ληστή της Μαρίας και μου είπε ότι τον είχε σκοτώσει ο ίδιος σε μια καταδίωξη που ακολούθησε της εύρεσης του πτώματος της άτυχης Μαρίας, λίγες μέρες μετά. Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Δεν υπήρχε πλέον κανένας τρόπος να μάθω τη γνώμη του. Έκανα να φύγω απελπισμένος όταν ο καλός αυτός μπατσούλης με πληροφόρησε ότι πάνω του είχε βρεθεί ένα γράμμα που αναφερόταν στο θέμα. Το παραθέτω αυτούσιο:

"Αν θα το ιξερνα οτι θα γινουταν αφτο το κακο θα εμενα νιστικος εκινη τι μερα. Τιν εβλεπα τι γκομενα από το προιγουμενο βραδι που πιγενε από το ένα σπιτι στο αλο κε λεο πουτανα θα ινε, πιρε κε 2 πελατες, κονομισα. Κε τις τιν επεσα να τις τα παρο. Όταν ιδα ποσα λιγα ιτανε τις λεο που ταφαγες μορι ξεκολιαρα, πουνε τα ιπολιπα. Ταχε πεξι κε δε μιλαγε. Κε λεο, νταξ, δε μπιραζ, θα τις ριξο κε ένα κε ιμαστε σουπερ. Τοτε ομος αυτινα εγινε σκιλα. Μουσκασε 2 ξαναστροφες που ακομα κουδουναι το κεφαλι μου κε μουφυγε ι βρομα. Φιλαξα να δο ομος τι θα κανι. Κε τιν ιδα να μιλαι με τον περαδοθετζη για να τινεπαι αποκι. Λεο καλα θα του κατσι κε τερμα. Μετα τιν ιδα να φεβγει πιο κι μοναχη κε λεο θα περιμενι κε καμια αλη ο τιπος. Κε αρχιζο να φιλαο παλι να ψιρισο κε τιν αληνα, να ρεφαρο κε τι γκινια από τι προτινα. Κιταο κιταο δε βλεπο μιτε φουστανι μητε τακουνι. Γιρναο μια προς τα νερα κε βλεπο τι δικια μου με τα βρακια κε λεο να τορα θα του κατσι να παι σπιτι. Κιαυτι η μουρλι δινι μια κε πεφτι στα νερα οσαν τον κορκοδιλα. Κε τοτενες εκαταλαβα τη μαλακια μου. Ετρεξα να τινε προλαβω μα εκινι ιχε γινι χελι κε παι. Τις εβαλα κε μια φονι να γιρισι να τις δοκο τα λεφτα να παι σπιτι μη μπνιγι μα κινι νομισε καταπος φενετε ότι σαν την ιδα τσιτσιδι εκαψωσα κε ιθελα τα πριν που δεν εκανα. Αμα θα το ιξερνα τουτο το κακο πος θα γινουταν κε τρις μερες δεν θα τρογα".

Αποφασιστικά, πλέον κατευθύνθηκα προς τον Περαματάρη και του ζήτησα να μου συμπληρώσει και αυτός το κομματάκι που μου έλειπε από το παζλ του θανάτου της Μαρίας.

a-x-a: Καλησπέρα σας κ. Περαματάρη. Θα ήθελα να μου πείτε μερικά πράγματα για τη Μαρία.
Π: Τι να σου πω παιδί μου… Τσάμπα, Τσάμπα το καημένο.
a-x-a: Καλά πως έγινε;
Π: Αχ, να σου πω. Το προηγούμενο βράδυ, που την πήρα από απέναντι, τη ρώτησα που πάει και αν το σπίτι της ήταν εδώ ή από κει. Μου είπε ότι ήταν εδώ. Και που πας ρε κοριτσάκι μου της λέω μες τη μαύρη νύχτα και με τέτοιο καιρό; Είναι επείγον μου λέει, έπρεπε να δει κάποιον. Της λέω λοιπόν: "θα γυρίσουμε σήμερα η αύριο;" "Αύριο μου λέει", σίγουρη ότι θα κοιμόταν από κει. "Καλά", της λέω, "αλλά θέλω τόσα". Μου είπε ότι τα έχει αλλά θα μου δώσει τα μισά τώρα και τα άλλα όταν γυρίσουμε από φόβο μη την αφήσω από κει. Δε μου άρεσε και πολύ, γιατί πρόσφατα είχα χάσει πολλές φορές τα λεφτά μου από τέτοια καλοπιστία, αλλά είπα να την πάω. Την άλλη μέρα έρχεται και μου λέει κάτι παραμύθια –έτσι νόμιζα δηλαδή- ότι την κλέψανε και θα μου έδινε τα λεφτά από κει όταν πήγαινε στο σπίτι. Με άλλη μία που το ‘χα δεχτεί, όταν πήγαμε πέρα, με περίμεναν δύο μπρατσωμένοι και με κάνανε τουλούμι στο ξύλο. Και λέω και ‘γω μέσα μου, τέτοια είσαι, κάτσε εδώ να μάθεις. Αυτή επέμενε ότι έλεγε την αλήθεια, και να σου πω δε μου φαινότανε για απατεώνισα, αλλά και ‘γω μεροκαματιάρης άνθρωπος είμαι, άμα δε με πλήρωνε τι θα έτρωγαν τα παιδιά μου; Σκέφτηκα, λοιπόν, μόλις έρθει και κάνας άλλος, και έχω βγάλει εγώ τα ναύλα μου, να την πάρω και αυτήν. Δεν της το είπα όμως μήπως και την έπιανε το φιλότιμο και μου τα ‘δινε. Όπως περίμενα λοιπόν τη βλέπω να γδύνεται και να πέφτει μέσα. Τρελάθηκα. Πάω να τη φωνάξω και τη να δω. Ο Ληστής με είχε προλάβει και πήγαινε να της πάρει τα ρούχα. Κρύβομαι λίγο μέχρι να φύγει και αυτός καθόταν εκεί και την κοίταζε. Και δεν τη πρόλαβα.
a-x-a: Και από τότε δεν την ξαναείδατε;
Π: Ε, αφού πνίγηκε; Ή μήπως νομίζεις ότι την έσπρωξα εγώ. Δεν πιστεύω να σε έχει στείλει ο Σόμπολος για αστυνομικό ρεπορτάζ γιατί θα πνίξω εσένα
a-x-a: Όχι κ. Π. Σας ευχαριστώ πολύ.

Τελικά μόνο τη Μαρία δεν βρήκα.

Αλλά αν έβρισκα και τη Μαρία δεν θα υπήρχε λόγος για το post…

buzz it!

Δευτέρα 8 Μαΐου 2006

Οποία τιμή στο φτωχικό μου!!!

Λίγο καιρό πριν έλαβα ένα e-mail στο οποίο διάβασα ότι δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας της Άρτας ήθελε να δημοσιεύσει μέρος από το κείμενο μου με θέμα "Το 'δικαίωμα' στην ηλιθιότητα", της 11/4 γιατί, λέει, το έβρισκε καταπληκτικό!

Ο φίλος αυτός υπογράφει με το ψευδώνυμο skoumas, η σελίδα του εδώ και το blog του εδώ. Τα της εφημερίδας του θα τα βρείτε εδώ, και το συγκεκριμένο άρθρο του εδώ (τα πολλά εδώ μπορεί και να προσβάλλουν τη δημόσια αιδώ... έχω κέφια).

Ατελείωτοι αναγνώστες μου, η αλήθεια είναι ότι ήθελα το συγκεκριμένο blog να είναι λίγο πιο σοβαρό. Ήθελα να γράφω μόνο τα πράγματα που με απασχολούν αλλά μάλλον δεν τα έχω καταφέρει. Δεν πειράζει. Τουλάχιστον, τα δύο σοβαρά που κατάφερα να δημοσιεύσω, έτυχαν αποδοχής δεκάδων φορών μεγαλύτερης από όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Που ακούστηκε εγώ σε αφημερίδα! Και μάλιστα σε μια εφημερίδα σοβαρού περιεχομένου από όσο έχω καταλάβει (ως Αθηναίος δεν την έχω πιάσει ακόμα στα χέρια μου).

Και το πιο ωραίο! Το άρθρο του φίλτατου skoumas (κατά κόσμον Γιώργος) αναφέρεται σε δύο blogs.

Το δικό μου...

Και του Νίκου Δήμου!!!

Και μάλιστα με αυτή τη σειρά!!!

Δεν νομίζω ότι η όποια συγγραφική μου καριέρα θα γνωρίσει ποτέ μεγαλύτερη τιμή από αυτή. Αλλά δεν θα σταματήσω να προσπαθώ για αυτό.

Φίλε Γιώργο να είσαι πάντα καλά. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να είχα καλύτερο ντοπάρισμα για να συνεχίσω να γράφω. Σου εύχομαι τα καλύτερα σε σένα και την εφημερίδα σου!!!

buzz it!